- περιαίρεσις
- περιαίρεσιςstripping offfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιαίρεσις — έσεως, ἡ, ΝΑ [περιαιρώ] μσν. άνοιγμα («ἡ περιαίρεσις τῆς θύρας») (αρχ) 1. η αφαίρεση από το γύρω μέρος («περιαίρεσις φλοιοῡ», Θεόφρ.) 2. μετακίνηση, απομάκρυνση 3. εκτομή 4. η αφαίρεση τών αγαθών από κάποιο πρόσωπο … Dictionary of Greek
περιαιρέσει — περιαίρεσις stripping off fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιαιρέσεϊ , περιαίρεσις stripping off fem dat sg (epic) περιαίρεσις stripping off fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαιρέσεις — περιαίρεσις stripping off fem nom/voc pl (attic epic) περιαίρεσις stripping off fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαίρεσιν — περιαίρεσις stripping off fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՓԱՐԱԲԱՐՁՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0936 Chronological Sequence: 6c գ. περιαίρεσις, περιαίρημα detractio, amputatio. Պարաբարձումն. շուրջանակի ʼի բաց բարձումն. *Աճեցեալ եւ նուազեալ (քառանկիւնւոյ) ըստ անկեանն փարադրութեան կամ փարաբարձութեան, ո՛չ եղեւ երկար կամ բոլորակ, այլ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
περιαιρέσεως — περιαιρέσεω̆ς , περιαίρεσις stripping off fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)